στρύχνον — winter cherry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρύχνου — στρύχνον winter cherry neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρύχνων — στρύχνον winter cherry neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρύχνῳ — στρύχνον winter cherry neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαυρόχορτο — το (Μ μαυρόχορτον) νεοελλ. κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο μσν. αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον») … Dictionary of Greek
μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… … Dictionary of Greek
μώριος — μώριος, ἡ (Α) [μωρός] μτγν. 1. το φυτό μανδραγόρας 2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν 3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια … Dictionary of Greek
ορθόγυιον — ὀρθόγυιον, τὸ (Α) το φυτό στρύχνον το μανικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ορθ(ο) * + γυῖον «μέλος»] … Dictionary of Greek
πέρσειον — και πέρσιον, τὸ, Α [περσέα] 1. ο καρπός τού δέντρου περσέα 2. το φυτό στρύχνον το μανικόν … Dictionary of Greek
πεντόδρυον — το, Α (κατά τον Διοσκ.) «στρύχνον μανικόν» … Dictionary of Greek